δεματικό

δεματικό
το (Μ δεματικόν) [δέμα]
σκοινί, ταινία ή λεπτός κορμός σπάρτου, βρίζας κ.λπ. με τα οποία δένουμε κάτι
νεοελλ.
δέσμη, δεμάτι κηπευτικού χόρτου («δύο δεματικά μαϊντανό»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεματικό — το 1. καλαμόσκοινο από σπάρτο ή βρίζα με το οποίο δένονται τα δεμάτια. 2. μάτσο από εδώδιμα χορταρικά: Θα αγοράσω και ένα δεματικό άνηθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμόσχοινο — το σχοινί με το οποίο δένονται τα δράγματα, δηλ. τα δεμάτια τών σταχιών, το δεματικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”